πρόσγειος

πρόσγειος
-ο / πρόσγειος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -εια, Ν, δωρ. τ. ποτίγειος, -ον, Α
1. (για τη σελήνη, τους πλανήτες κ.ά. ουράνια αντικείμενα) αυτός που βρίσκεται κοντά στη γη («προσγειότατος ἡμῑν ὁ καρκίνος», Πορφ.)
2. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά στο έδαφος («πρόσγειος όροφος»)
3. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά στην ξηρά (α. «πρόσγεια βολή» β. «οἱ τόποι οἱ πρόσγειοι τῆς θαλάττης», Αριστοτ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρόσγεια
έκταση τής θάλασσας που βρίσκεται κοντά στη στεριά («ἐν δὲ τῷ θέρει ἐκ τῶν προσγείων εἰς τὸ πέλαγος φεύγοντες τὴν ἀλέαν», Αριστοτ.)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ανθρώπινα, σε αντιδιαστολή προς τα μετάρσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* / ποτι- (βλ. λ. ποτί) + -γειος (< γῆ*), πρβλ. ὑπό-γειος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόσγειος — near the earth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειότερον — πρόσγειος near the earth adverbial comp πρόσγειος near the earth masc acc comp sg πρόσγειος near the earth neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειοτέραις — πρόσγειος near the earth fem dat comp pl προσγειοτέρᾱͅς , πρόσγειος near the earth fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειοτέρων — πρόσγειος near the earth fem gen comp pl πρόσγειος near the earth masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειότατον — πρόσγειος near the earth masc acc superl sg πρόσγειος near the earth neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσγειον — πρόσγειος near the earth masc/fem acc sg πρόσγειος near the earth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειοτάτη — πρόσγειος near the earth fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειοτάτην — πρόσγειος near the earth fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειοτάτῃ — πρόσγειος near the earth fem dat superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειοτέροις — πρόσγειος near the earth masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”